γνωστοποίηση

γνωστοποίηση
η
το να γίνεται κάτι γνωστό, η κοινοποίηση: Η γνωστοποίηση του γεγονότος έγινε από το δελτίο ειδήσεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γνωστοποίηση — (Νομ.). Η πράξη με την οποία πληροφορείται κάποιος επίσημα ένα γεγονός, που έχει έννομες συνέπειες, για παράδειγμα δικαστικής απόφασης. Συνήθως γίνεται κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή. Ειδική διαδικασία υπάρχει για τη γ. των μαρτύρων στην… …   Dictionary of Greek

  • ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • δημοσίευση — η (AM δημοσίευσις) [δημοσιεύω] γνωστοποίηση νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση μέσω τού Τύπου 2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών 3. η έκδοση σε βιβλίο αρχ. η εμφάνιση ενώπιον τής έκκλησίας τού δήμου …   Dictionary of Greek

  • καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… …   Dictionary of Greek

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • αναγγελία — η (Α ἀναγγελία) [ἀναγγέλλω] νεοελλ. 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση 2. αγγελτήριο γράμμα ή έντυπο αρχ. δημόσια ανακήρυξη ή προκήρυξη …   Dictionary of Greek

  • αναγγελτήριος — ια, ιο 1. αυτός με τον οποίο ανακοινώνουμε κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. το αναγγελτήριο έντυπο με το οποίο γίνεται γνωστοποίηση για κάτι (γάμο, θάνατο κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγέλλω. Η λ. αναγγελτήριον μαρτυρείται από το 1856 σε ερμήνευμα λέξεως στο… …   Dictionary of Greek

  • αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”